- πρόσπαιον
- πρόσπαιοςstriking uponmasc/fem acc sgπρόσπαιοςstriking uponneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπαῖον — πρόσ παίω 1 strike pres part act masc voc sg πρόσ παίω 1 strike pres part act neut nom/voc/acc sg πρόσ παίω 2 strike pres part act masc voc sg (attic) πρόσ παίω 2 strike pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσπαιος — ον, Α 1. αυτός που έπεσε πάνω σε κάποιον ή κάτι, που προσέκρουσε με κάποιον ή κάτι 2. (κατ επέκτ.) α) ο απροσδόκητος ή ο τυχαίος («εἰ πρόσπαιά πῃ τεύχοι κακά», Αισχύλ.) β) πρόσφατος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσπαιον α) απροσδόκητα β) πρόσφατα 4.… … Dictionary of Greek